αίσα

αίσα
(Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η ευνοούμενη γυναίκα του Μωάμεθ, παρότι την κάκιζε συχνά για τη ζηλοτυπία της. Μετά τον θάνατό του, η Α. ασχολήθηκε με την ερμηνεία του Κορανίου και γι’ αυτό ονομάστηκε στα αραβικά ναμπίγια, δηλαδή προφήτισσα.
* * *
αἶσα, η (Α)
1. αυτό που ο θεός ορίζει, το θέλημα τού θεού
2. καλή ή κακή μοίρα, πεπρωμένο, ριζικό
3. συμμετοχή σε κάτι, μερίδιο
4. (ως κύριο όνομα) η Αἶσα
θεότητα παρεμφερής με τη Μοίρα, που ορίζει την τύχη κάθε ανθρώπου, η Ειμαρμένη
5. (επιρρ. φρ.) «κατ’ αἶσαν», όπως πρέπει, καθώς αρμόζει, δίκαια
6. στη Μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει «μερίδα» (ai-sa).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημαντική λ. τού ποιητικού λόγου (επικού, λυρικού, τραγικού) τής αρχαίας. Ξεκινάει με τη σημ. τού «μέρος, τμήμα, κομμάτι» ως παράγωγο τού αμάρτ. *αἶτος (το), που σήμαινε επίσης «κομμάτι, μέρος (που παίρνω)» από το ρ. αἴνυμαι* «αδράχνω, πιάνω, παίρνω»: *αἶ-τος > *αιτ-yӑ > αἶσα (πρβλ. οσκ. aeteis «μερίδιο», αρχ. ινδ. αēτα
«τιμωρία» από αρχ. σημ. «το αναλογούν, το δικαιωματικά ανήκον σε κάποιον μερίδιο» — πρβλ. και ελλην. αἰτία < *αἶτος). Από τη σημ. τού «μέρος, κομμάτι» (λείας, γης, ελπίδας κ.λπ.) η λ. αἶσα πέρασε στη σημ. τού «μοίρα, πεπρωμένο» (κυριολ. «το μέρος, το κομμάτι τής τύχης -καλής ή κακής- που ανήκει στον καθένα, ό,τι πέφτει στον καθένα, τυχερό του»), ακολουθώντας την ίδια σημασιολ. εξέλιξη που σημειώθηκε και στο μοῖρα (μοῖρα, από τη ρίζα μερ- -μέρος, μείρο-μαι-, αρχικά σήμαινε «το μέρος, το κομμάτι» απ’ όπου εξελίχθηκε στη σημ. τού πεπρωμένου, τής «μοίρας» ή ειμαρμένης). Στη β΄ αυτή σημ. έχουν φτάσει παράλληλα οι δύο λέξεις στους χρόνους που συνετέθη η Οδύσσεια: «οὐ γὰρ oἱ τῇδ’ αἶσα φίλων ἄπο νόσφιν ὀλέσθαι
/ ἀλλ’ ἔτι οἱ μοῖρ’ ἐστὶ φίλους ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι...» ε 113-4 («τί εδώ να σβήσει δεν τού γράφεται, μακριά από τους δικούς του
/ είναι τής μοίρας του τους φίλους του να ξαναϊδεί γυρνώντας...» μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή). Κοινή είναι ακόμη και η θεοποίηση τών δύο (Αἷσα και Μοῖρα) στον Όμηρο και τον Αισχύλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τη λ. aἶσa, που -όπως και οι λ. μοῖρα και τύχη- είχε συγχρόνως καλή και «κακή» σημ. («μέση λέξη» media vox), παρήχθησαν τα αἴσιος και ἐξαίσιος, το α΄ με καλή σημ. «καλός, θετικός, ευνοϊκός, άριστος» (αἴσιος οἰωνὸς) στην αρχαία και τη Νέα Ελληνική, ενώ το β΄ με «κακή» σημ. στην αρχαία («ο εξερχόμενος από την αίσα, υπερβολικός, ασυνήθιστος, βίαιος, κακός) και με «καλή» («υπέροχος, θαυμάσιος») στη Ν. Ελληνική. Τέλος, από το αἶσα σχηματίστηκαν το αἴσιμος, που πλησιάζει πολύ στη σημερινή σημ. τού «μοιραίος» και το σύνθ. ἐναίσιμος, που σήμαινε «ευνοϊκός-δίκαιος-κατάλληλος». Το τελευταίο αυτό επίθ. χρησιμοποιήθηκε στη λόγια πανεπιστημιακή ορολογία (ἐναίσιμος διατριβὴ ἐπί διδακτορίᾳ, ἐπὶ ὑφηγεσίᾳ), για να αποδώσει το νεολατινικό «dissertatio inauguralis» με τη σημ. «συμμετέχω, παίρνω μέρος σε, διεκδικώ».
ΠΑΡ. αίσιος, αρχ. αἴσιμος, αἰσιμία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αἶσα — who dispenses to every one his lot fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἶσα — who dispenses to every one his lot fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴσα — Αἴ̱σᾱ , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴσα — αἴ̱σᾱ , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴσᾳ — Αἴ̱σᾱͅ , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴσᾳ — αἴ̱σᾱͅ , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἶσ' — Αἶσα , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc sg Αἶσαι , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἶσ' — αἶσα , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc sg αἶσαι , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc pl αἶσι , αἶσις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭСА —    • Αΐσα,          см. Μοι̃ρα, Мойра, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • αρχαΐζω — άισα, μιμούμαι τους αρχαίους, κυρίως στη γλώσσα: Η γλώσσα που μεταχειρίζεται στο βιβλίο του αρχαΐζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”